-
1 ıraksama
θεώρηση κάποιου πράγματος ως απίθανου -
2 onanma
θεώρηση, επιδοκιμασία -
3 tasdik
θεώρηση, επικύρωση -
4 заявка
η αίτηση, το αίτημα, η απαίτηση, η παράκλησηвозобновлять - ку ανανεώνω την προσφορά, дата подачи - ки η ημερομηνία εγγραφήςдата представления - ки на участие в торгах η ημερομηνία καταχώρισης της προσφοράς για συμμετοχή στο διαγωνισμόделать - ку δίνω/κάνω την προσφοράподатель - ки ο προσκομίζων/αιτών της προ-σφοράς/αίτησηςсрок подачи - ки η διορία/προθεσμία της προσφοράς- на визу - για άδεια εισόδου/βίζα (ξεν.)- на участие в торгах - για συμμετοχή στο διαγωνισμό (γιαπρομήθεια εμπορευμάτων ή εκτέλεσηέργων)письменная - γραπτή -, предварительная - προκαταρκτική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заявка
-
5 виза
виза ж η βίζα, η θεώρηση· \виза на въезд (на выезд) η βίζα εισόδου ( η άδεια για αναχώρηση)· выдать (получить) \визау χορηγώ ( παίρνω) βίζα* * *жη βίζα, η θεώρησηви́за на въезд (на вы́езд) — η βίζα εισόδου (η άδεια για αναχώρηση)
вы́дать (получи́ть) ви́зу — χορηγώ (παίρνω) βίζα
-
6 виза
ви́з||аж1. (въездная) ἡ βίζα, ἡ θεώρηση διαβατηρίου:\виза на въезд ἡ βίζα ἐἰσόδου·2. (на документе) ἡ θεώρηση [-ις] ἐγγραφου:поставить \визау θεωρώ (διαβατήριο). -
7 виза
-ы θ.1. θεώρηση διαβατηρίου.2. θεώρηση ταυτότητας. -
8 визирование
-я ουδ.θεώρηση•визирование паспорта θεώρηση διαβατηρίου.
-я ουδ.σκόπευση οργάνου. -
9 заверка
-и θ.θεώρηση•заверка документов θεώρηση εγγράφων.
-
10 визирование
I.(наводка) η σκόπευση (οπτικού οργάνου)II.(документа) η θεώρηση (του εγγράφου, του διαβατηρίου)η βίζα (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > визирование
-
11 визировать
I.(совмещать визирную линию с движущимся объектом) σκοπεύω.II.(документ, паспорт) θεωρώ (το έγγραφο, το διαβατήριο), βάζω τη θεώρηση/βίζα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > визировать
-
12 редактирование
η σύνταξη, η θεώρηση, ο έλεγχος, η διόρθωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > редактирование
-
13 видение
ви́дениес:\видение мира (жизни) ἡ θεώρηση τοῦ κόσμου (τής ζωής).виде́ние с ἡ ὁπτασία, τό δράμα. -
14 въездной
въезд||нойприл:\въезднойная виза ἡ θεώρηση είσόδου, ἡ βίζα, ἡ ἀδεια είσόδου. -
15 редактирование
редактированиес ἡ σύνταξη [-ις], ἡ θεώρηση [-ις], ἡ ἐπιμέλεια ὑλης. -
16 редакция
редакцияж1. (помещение) τά γραφεία τής σύνταξης·2. (коллектив) ἡ σύν-ταξη [-ις]·3. (формулировка) ἡ γραφή:первоначальная \редакция ἡ πρώτη γραφή·4. (редактирование) ἡ θεώρηση [-ις], ἡ ἐπιμέλεια ὑλης. -
17 видение
[βίντινιιε] ουσ. ο. θεώρηση του κόσμου -
18 видение
[βίντινιιε] ουσ ο θεώρηση του κόσμου -
19 наложение
-я ουδ.1. επίθεση, επιβολή.2. τοποθέτηση, βάλσιμο. || γράψιμο, θεώρηση. -
20 отнесение
-я ουδ.1. μεταφορά, παράδοση,2. παραμέριση. || αφαίρεση, πάρσιμο, παράσυρση. || μετακίνηση, μετατόπιση, προώθηση• μετάθεση.3. απομάκρυνση, αναμέρισμα. || χρόνολόγηση • αναγωγή. || απόδοση• θεώρηση. || αναβολή.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
θεώρηση — η 1. έλεγχος και έγκριση εγγράφου: Θεώρηση διαβατηρίου. – Θεώρηση άδειας. 2. αντίκρισμα, σκέψη: Δεν είναι σωστή αυτή η θεώρηση του προβλήματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θεώρηση — η (ΑΜ θεώρησις) [θεωρώ] παρατήρηση, επισκόπηση, εποπτεία («επιστημονική θεώρηση τών πραγμάτων») νεοελλ. εξέταση επίσημου εγγράφου, έλεγχος και επιβεβαίωση τής γνησιότητας του («θεώρηση διαβατηρίου») αρχ. σκέψη … Dictionary of Greek
θεωρήσῃ — θεωρήσηι , θεώρησις viewing fem dat sg (epic) θεωρέω to be a aor subj mid 2nd sg θεωρέω to be a aor subj act 3rd sg θεωρέω to be a fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… … Dictionary of Greek
θεωρήσηι — θεώρησις viewing fem dat sg (epic) θεωρήσῃ , θεωρέω to be a aor subj mid 2nd sg θεωρήσῃ , θεωρέω to be a aor subj act 3rd sg θεωρήσῃ , θεωρέω to be a fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελευθέρια — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, υποδηλώνει οποιαδήποτε συμπεριφορά εκδηλώνεται χωρίς την παρουσία εμποδίων, εξαναγκασμών ή εξωτερικών υπαγορεύσεων· δηλαδή, ελεύθερο είναι καθετί που ακολουθεί τη φύση του και συμμορφώνεται στους δικούς του νόμους.… … Dictionary of Greek
ελευθερία — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, υποδηλώνει οποιαδήποτε συμπεριφορά εκδηλώνεται χωρίς την παρουσία εμποδίων, εξαναγκασμών ή εξωτερικών υπαγορεύσεων· δηλαδή, ελεύθερο είναι καθετί που ακολουθεί τη φύση του και συμμορφώνεται στους δικούς του νόμους.… … Dictionary of Greek